- μυστριοπώλης
- μυστριοπώλης, ὁ (Α)πωλητής μικρών μύστρων, δηλαδή κουταλιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυστρίον + -πώλης (< πωλώ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυστριοπῶλαι — μυστριοπώλης dealer in small spoons masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυστριοπώλαις — μυστριοπώλης dealer in small spoons masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)